χλωραμφενικόλη

χλωραμφενικόλη
η, Ν
(φαρμ.) βλ. χλωραμφαινικόλη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ζύμωση — Βιοχημικός μετασχηματισμός οργανικών ουσιών που προκαλείται από το ενζυμικό σύστημα πολυάριθμων μικροοργανισμών, ενώ παρατηρείται και σε ζωικούς και φυτικούς οργανισμούς, αποσκοπώντας στην παραγωγή ενέργειας υπό μορφή ATP σε αναερόβιες συνθήκες.… …   Dictionary of Greek

  • χλωραμφαινικόλη — Αντιβιοτικό που απομονώθηκε το 1947 από καλλιέργειες του Streptomyces venezuelae και τώρα παρασκευάζεται συνθετικά σε ευρεία κλίμακα· ανήκει στην ομάδα των αντιβιοτικών που έχουν ευρύ φάσμα δράσης και είναι πολύ αποτελεσματικά τόσο κατά των gram… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”